Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2020

Η τρίτη ελληνοτουρκική κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο

Η νέα  τουρκική Navtex (TURNHOS N/W: 1262/20 με ημερομηνία έκδοσης 11 Οκτ 2020, 23:33) και ο απόπλους του ερευνητικού σκάφους Oruc Reis

 Νέα τουρκική Navtex: Ξαναβγαίνει το Oruc Reis, «τινάζοντας» στον αέρα τις διερευνητικές

 για τη διεξαγωγή ερευνών στη θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και πιο συγκεκριμένα νότια Ρόδου, νότια Καστελλόριζου (όπως φαίνεται στην φωτογραφία)

σηματοδοτούν την έναρξη του τρίτου γύρου της ελληνοτουρκικής κρίσης στην Ανατολική Μεσόγειο, για το τρέχον έτος. Υπενθυμίζουμε ό,τι το τουρκικό ερευνητικό σκάφος είχε αποσυρθεί στην Αττάλεια στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, προκειμένου -σύμφωνα με δηλώσεις τούρκων αξιωματούχων- να προβεί στην εκτέλεση συντήρησης του εξοπλισμού του.

Η νέα αυτή τουρκική ενέργεια, αν και παρόμοιου περιεχόμενου με τις προηγούμενες δύο, έχει σημαντικές ποιοτικές διαφοροποιήσεις:

1. Επιβεβαιώνει την τουρκική αποφασιστικότητα να υλοποιήσει τις πολιτικές εξαγγελίες. Όπως ειπώθηκε και παραπάνω οι τούρκοι είχαν προαναγγείλει το σχέδιό τους να συνεχίσουν τις έρευνες στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά το γεγονός ότι το αμέσως επόμενο διάστημα αναμένονταν διαμεσολαβητικές προσπάθειες από την ευρωπαϊκή προεδρία, καθώς και η Ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής. Αποδεικνύεται δηλαδή ότι το σχέδιο των τουρκικών ενεργειών υπήρξε προαποφασισμένο και η υλοποίησή του ανεξάρτητη από την όποια έκβαση των ευρωπαϊκών διπλωματικών πρωτοβουλιών.

2. Για πρώτη φορά η Τουρκία προγραμματίζει τη διεξαγωγή ερευνών στη θαλάσσια ζώνη των 6-12νμ. από ελληνικές ακτές. Μια περιοχή στην οποία η Ελλάδα δυνητικά διαθέτει εθνική κυριαρχία επί της θαλάσσιας στήλης και του υποκείμενου βυθού (και κατ΄ εξακολούθηση και του υπερκείμενου εναερίου χώρου). Μια τέτοια ενέργεια (ενδεχομένως) αποσκοπεί πρωτίστως στο να:

   α. Αμφισβητήσει έμπρακτα το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. 

   β. Προκαλέσει τη δυναμική ελληνική αντίδραση, όπου στο πλαίσιο ενός blame game των δύο χωρών η Τουρκία θα κερδίσει τη στήριξη ή έστω ανοχή της διεθνούς κοινότητας.

3. Υποβιβάζει την αξία των μέχρι σήμερα ευρωπαϊκών διαμεσολαβητικών πρωτοβουλιών και κυρίως αυτών της Γερμανίας, η οποία πρωτοστάτησε σε μια προσέγγιση επίλυσης του ζητήματος που εστίαζε στην ώθηση των δύο χωρών να διαπραγματευθούν.  

4. Μια τελευταία και ιδιαίτερα σημαντική παρατήρηση έχει να κάνει με τον τρόπο που εκδηλώνεται η τουρκική προκλητικότητα όπως προκύπτει από την ανάλυση των δύο τελευταίων κρίσεων (αλλά και του παρελθόντος) και φανερώνει βαθύ στρατηγικό σχεδιασμό και συγχρονισμό της πολιτικής και στρατιωτικής διάστασης ισχύος. Διαφαίνεται, ότι οι τουρκικές κινήσεις σχεδιάζονταισε σε ένα πολιτικό / στρατιωτικό εκκρεμές. Ενέργειες υψηλής πρόκλησης (και κατά συνέπεια πολιτικής σημασίας) συνοδεύονται από μικρότερη χρήση στρατιωτικής ισχύος. Αντίθετα, ενέργειες ηπιότερης πρόκλησης, οι οποίες προφανώς αξιολογούνται ως λιγότερο πιθανό να επισείσουν στρατιωτική αντίδραση, συνοδεύονται από ισχυρότερη στρατιωτική παρουσία. Αν θυμηθούμε, το ίδιο είχε συμβεί και στην κρίση των Ιμίων όπου για πρώτη φορά αμφισβητήθηκε η ελληνική εδαφική κυριαρχία. 

Θα λέγαμε δηλαδή ότι οι τουρκικές επιχειρήσεις είναι based effect, δηλαδή  προσανατολισμένες σε ένα στρατηγικό αποτέλεσμα και στον επηρεασμό των δεδομένων μιας κατάστασης. Στις δύο περιπτώσεις που αναφέρθηκαν η Τουρκία προσπαθεί κατά σειρά να:

   α. Δημιουργήσει τετελεσμένα, όπως για πχ η οριστική αμφισβήτιση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων ανατολικά του 28ου μεσημβρινού.

    β. Ανασύρει νέα αναβαθμισμένα ζητήματα τα οποία ενδεχομένως θα μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ως παραχωρήσεις σε μια μελλοντική διαπραγμάτευση.

και στις δύο περιπτώσεις αυτό που είναι σημαντικό, είναι ότι απενεργοποιεί τη δυνατότητα ελληνικής στρατιωτικής αντίδρασης. Στην πρώτη περίπτωση επειδή αυτό θα επέφερε μια μη επιθυμητού υψηλού βαθμού και ρίσκου στρατιωτική σύγκρουση και στη δεύτερη επειδή η λειτούργησε σε χαμηλό στρατιωτικό επίπεδο. Σε περίπτωση όπου η ελληνική αντίδραση δεν θα ήταν η αναμενόμενη (στρατιωτική εμπλοκή), θα κερδίσει τις εντυπώσεις στη διεθνή σκηνή και θα συρεί την Ελλάδα σε άμεση διαπράγματευση από θέση κατηγορουμένου (ως πρώτου επιτιθέμενου).

Μια τελευταία σημαντική διάσταση, έχει να κάνει με το ψυχολογικό αποτύπωμα των ενεργειών της, στο εσωτερικό πολιτικόκοινωνικό επίπεδο του αντιπάλου. Η συνεχής προκλητικότητα και μη άσκηση αποτελεσματικής αντίδρασης, δημιουργούν αισθήματα αδυναμίας, ενδυνάμωση της τάσης ''να διαπραγματευθούμε με κάθε κόστος ώστε να τελειώσει το ζήτημα'', συναφώς στρατηγικής αδράνειας και αποδοχής τετελεσμένων. Είναι γνωστό εξάλλου ότι στην ελληνική γλώσσα, η απουσία αντίδρασης σε κρίσιμες περιστάσεις ορίζεται ως απάθεια και όχι ως ψυχραιμία.